- cholecystocinétique
- холецистокинетический
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
χολοκυστοκινητικός — ή, ό, Ν (για ουσία) α) αυτός που διευκολύνει την αποβολή τής χολής από την χοληδόχο κύστη β) αυτός που προκαλεί σύσπαση τής χοληδόχου κύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholecystocinetique < χολή + κύστη + κινητικός] … Dictionary of Greek
colecistocinetic — COLECISTOCINÉTIC, Ă adj., s. n. (substanţă) care favorizează excreţia bilei din vezică. (< fr. cholécystocinétique) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN … Dicționar Român